- υπερεκτιμώ
- υπερεκτιμάω / υπερεκτιμώ (παρατατ. -ούσα), υπερεκτίμησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπερεκτιμώ — ὑπερεκτιμῶ, άω, ΝΜ εκτιμώ κάτι υπερβολικά νεοελλ. (σχετικά με οικονομικό μέγεθος) αποδίδω μεγαλύτερη αξία από ό,τι πρέπει («τα έσοδα τού προϋπολογισμού υπερεκτιμήθηκαν») … Dictionary of Greek
υπερεκτιμώ — υπερεκτίμησα, υπερεκτιμήθηκα, υπερεκτιμημένος, εκτιμώ υπερβολικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερεκτίμηση — η, Ν [υπερεκτιμώ] υπερβολική εκτίμηση … Dictionary of Greek
υπερεκτιμάω — / υπερεκτιμώ (παρατατ. ούσα), υπερεκτίμησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερτιμώ — υπερτίμησα, υπερτιμήθηκα, υπερτιμημένος 1. εκτιμώ υπερβολικά, υπερεκτιμώ: Υπερτιμά τις δυνατότητές του. 2. υψώνω την τιμή εμπορεύματος ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανατιμώ, ακριβαίνω: Υπερτιμήθηκε η βενζίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)